όπως τις χαρακτηρίζει η δημοσιογράφος Marjorie Wallace στο ομώνυμο βιβλίο της, περπατούσαν πάντα συγχρονισμένα, δεν μιλούσαν και προκαλούσαν μεγάλη ανησυχία σε όσους τις συναναστρέφονταν. Αυτά τα «ζόμπι» όπως τις χαρακτήριζαν πολλοί, δεν κατάφεραν να τρομάξουν τη Wallace που τις πλησίασε το 1980 και άρχισε να γράφει τη βιογραφία τους.
Κάποια στιγμή μετά τη γέννηση τους (1963), η οικογένεια Gibbons μετακόμισε στη μικρή πόλη Haverfordwest της Ουαλίας, μια ήσυχη πόλη γεμάτη από λευκούς κατοίκους δεν δέχτηκε εύκολα τις μαύρες αδελφές και οι ιδιαιτερότητες τους μαζί με το χρώμα τους δέρματος τους, έγιναν οι βασικές αιτίες εκφοβισμού τους στο σχολείο. Η άρνηση τους να μιλήσουν, οδήγησε σε μεγαλύτερο αποκλεισμό και τελικά στην πλήρη απόσυρση τους από την τοπική κοινωνία.
Η μοναδική τους διέξοδος ήταν το γράψιμο και επιδίδονταν σε αυτό με μανία.
Οι γονείς τους, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τις κάνουν πιο κοινωνικές, τις χώρισαν σε ηλικία 14 ετών και εκείνες αντέδρασαν ανάλογα. Άρχισαν να πέφτουν σε κατατονικές φάσεις και η ζωή τους έγινε ακόμα πιο δύσκολη. Αφού η οικογένεια συμφώνησε, οι γιατροί τις ξανάφεραν σε επαφή και οι αδελφές πέρασαν κάποια χρόνια κλεισμένες στο δωμάτιο τους, παίζοντας θέατρο η μία στην άλλη και γράφοντας συνεχώς ημερολόγιο.
Στα μάτια της Jennifer, η μεγαλύτερη κατά δέκα λεπτά June, φάνταζε πανίσχυρη, κι η τελευταία διαισθανόταν αυτή τηn ζήλια: «Θέλει να είμαστε ίσες. Υπάρχει μια δολοφονική λάμψη στα μάτια της. Θεέ μου, τη φοβάμαι. Δεν είναι φυσιολογική… κάποιος την οδηγεί στην τρέλα. Αυτός ο κάποιος, είμαι εγώ.»
Σε ένα ανατριχιαστικό απόσπασμα από το ημερολόγιο της, η Jennifer ρίχνει ακόμα περισσότερο φως στην δύσκολη σχέση τους που σύντομα θα οδηγούσε στη σωματική κακοποίηση: «Έχουμε γίνει θανάσιμοι εχθροί. Αισθανόμαστε τις ενοχλητικές, θανατηφόρες ακτίνες που εκπέμπουν τα κορμιά μας και τρυπούν το δέρμα μας. Ρωτάω τον εαυτό μου αν μπορώ να απαλλαγώ από τη σκιά μου. Είναι πιθανό ή απίθανο; Χωρίς τη σκιά μου, θα κέρδιζα τη ζωή και την ελευθερία ή θα πέθαινα; Χωρίς τη σκιά μου, που έχει το πρόσωπο της δυστυχίας, της εξαπάτησης, του φόνου.»
Η κακόβουλη συμπεριφορά τους σε συνδυασμό με τις κοινωνικές τους δυσκολίες, δεν άφησαν στο δικαστή πολλά περιθώρια και οι αδελφές μεταφέρθηκαν στην ψυχιατρική κλινική Broadmoor.
Οι γιατροί ανέφεραν πως δεν ήταν απλώς άρρωστες αλλά και επικίνδυνες. Αποφάσιζαν να τρώνε εναλλάξ, με αποτέλεσμα η μία να ενδίδει στο φαγητό ενώ η άλλη λιμοκτονούσε.
Παρόλο που ήταν κλεισμένες σε ξεχωριστά κελιά στις δύο άκρες του νοσοκομείου, οι νοσοκόμες τις έβρισκαν συχνά παγωμένες στην ίδια ακριβώς στάση! Αυτό συνεχίστηκε για 11 χρόνια, ώσπου οι αδελφές μεταφέρθηκαν στην κλινική Caswell στην Ουαλία.
Τον Μάρτιο του 1993, σε ηλικία 31 ετών, οι αδελφές μεταφέρθηκαν στην κλινική Caswell. Μόλις έφτασαν, η Jennifer ήταν αναίσθητη. Στο νοσοκομείο αποδείχθηκε πως ήταν νεκρή, με πιθανή αιτία θανάτου την οξεία μυοκαρδίτιδα ή κάποια ξαφνική φλεγμονή της καρδιάς. Οι γιατροί σκέφτηκαν πως θα μπορούσε να έχει δηλητηριαστεί αλλά οι εξετάσεις δεν έδειξαν κάτι τέτοιο. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της June, η Jennifer ακούμπησε το κεφάλι στον ώμο της αδελφής της, πήρε μια τελευταία ανάσα και είπε: «Επιτέλους, τελειώσαμε.»
Η June ήταν πια ελεύθερη να ξεκινήσει την φυσιολογική της ζωή.
Αρρωστημένος, παρανοϊκός ή καπρίτσιο της φύσης, ο δεσμός δεσμό που τις ένωνε, αντικατοπτρίζεται και στο ποίημα της June που βρίσκεται χαραγμένο στην ταφόπλακα της Jennifer: We once were two/We two made one/We no more two/Through life be one/Rest in peace.